δακρυϊκός

δακρυϊκός
-ή, -ό
ο σχετικός με τα δάκρυα, αυτός που αναφέρεται σ’ αυτά: Δακρυϊκός αδένας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δακρυϊκός — ή, ό 1. όποιος αναφέρεται στα δάκρυα 2. όποιος παράγει δάκρυα, ο δακρυγόνος …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • δακρυακός — ή, ό ο δακρυϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμιατρική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με κάθε τι που αφορά το μάτι, με σκοπό να διατηρήσει την ανατομική και λειτουργική ακεραιότητά του. Από παθολογική άποψη, το οπτικό σύστημα πρέπει να εξετάζεται τόσο στο σύνολό του όσο και σε όλα τα επί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”